ζάπλουτος

ζάπλουτος
-η, -ο (Α ζάπλουτος, -ον)
πολύ πλούσιος, βαθύπλουτος («πολλοὶ μὲν γὰρ ζάπλουτοι ἀνθρώπων ἀνόλβιοί εἰσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα-* + πλούτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζάπλουτος — very rich masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάπλουτος — η, ο πολύ πλούσιος, βαθύπλουτος: Ζάπλουτος βασιλιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζάπλουτον — ζάπλουτος very rich masc/fem acc sg ζάπλουτος very rich neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαπλούτοις — ζάπλουτος very rich masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαπλούτους — ζάπλουτος very rich masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαπλούτων — ζάπλουτος very rich masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαπλούτῳ — ζάπλουτος very rich masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάπλουτοι — ζάπλουτος very rich masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… …   Dictionary of Greek

  • ζαπλουτώ — ζαπλουτῶ, έω (Α) [ζάπλουτος] είμαι πολύ πλούσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”